- σωφρόνισμα
- το , σωφρόνισμός ο1) вразумление, образумливание, наставление на ум, на путь истины; 2) исправление (кого-л.); вышибание дури из головы (у кого-л., прост.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σωφρόνισμα — chastisement neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρόνισμα — τὸ, Α [σωφρονίζω] σωφρονισμός, τιμωρία που γίνεται για παραδειγματισμό … Dictionary of Greek
σωφρονίσμασιν — σωφρόνισμα chastisement neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρόνισις — ίσεως, ἡ, Α [σωφρονίζω] το σωφρόνισμα* … Dictionary of Greek